Connect with us

Ποιος δεν γνωρίζει το τραγούδι του μεγάλου μας συνθέτη Άκη Πάνου, ερμηνευμένο από την αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού! Ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε το 1971 και αποτέλεσε ύμνο προς την πρώτη, μεγάλη κι αξεπέραστη αγάπη…

Ένα τραγούδι που σίγουρα όλοι λίγο πολύ έχουμε σιγοψιθυρίσει τους στίχους του…

Ποια ήταν όμως η μεγάλη Βίκη Μοσχολιού:

Γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω.

Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.

Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα. Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην «Τριάνα του Χειλά».

Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα», με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη. Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκυ Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη.

«Τα τρένα που φύγαν», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Τα αρχοντορεμπέτικα» είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με την χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.

Στην διάρκεια της σταδιοδρομίας της είχε δώσει συναυλίες ενώ εμφανίστηκε και στις βασιλικές αυλές της Ελλάδας, της Περσίας και της Ιορδανίας. Ελάχιστοι επίσης γνωρίζουν ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Γιατί με τη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε ελάχιστες φορές μιλούσε για τους θριάμβους της.

«Θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει»

Το τραγούδι αυτό πρωτοεμφανίστηκε το 1967, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, με διαφορετικούς στίχους, γραμμένους επίσης από τον αείμνηστο Άκη Πάνου και ερμηνευμένο για πρώτη φορά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Μια εκτέλεση η οποία δεν είχε καμία τύχη και που κατάφερε να ακουστεί μόλις για 15 ημέρες… Κι αυτό γιατί, επί Χούντας, τα τραγούδια που θεωρούνταν ότι περνούσαν μηνύματα αντιστασιακού χαρακτήρα ή αποτελούσαν ένα είδος έκφρασης διαμαρτυρίας, λογοκρίνονταν, δηλαδή είτε απαγορεύονταν είτε τροποποιούνταν. Την ίδια μοίρα λοιπόν, είχε και το συγκεκριμένο τραγούδι του Άκη Πάνου, ο οποίος το 1971 αναγκάστηκε να επανακυκλοφορήσει το κομμάτι με αλλαγμένους στίχους, όπως δηλαδή το γνωρίζουμε τώρα, και με ερμηνεύτρια αυτή τη φορά τη Βίκυ Μοσχολιού.

Αξίζει όμως να ακούσουμε την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με τους αρχικούς στίχους του, ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη φτώχεια, την απόγνωση και την μετανάστευση, ένα τραγούδι από το παρελθόν που θυμίζει πολύ το παρόν μας… Για όλους τους νέους, που οφείλουν να αγωνιστούν, να μην το βάλουν κάτω, «να απλώσουν τα χέρια μακριά από τη μιζέρια», να ακολουθήσουν το δρόμο προς τα όνειρά τους, «τη στράτα τη μεγάλη» και «όπου τους βγάλει»!

Η πρώτη εκτέλεση:

Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια και έγινε η ζωή τόσο βαριά

Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει

Πού να βρεθεί ντροπή να με κρατήσει στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή

Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει

Η μορφή του τραγουδιού που όλοι γνωρίζουμε:

Advertisement