Connect with us

Τα κύματα ακούγονται στο βάθος. Η Θάλασσα είναι εδώ για να με υποδεχτεί κι άλλωστε σήμερα είμαι εδώ για να την ικανοποιήσω.

Καθώς πλησιάζω το Ναό συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά το φθαρτό του στέρεου κόσμου: τραβάω βιαστικά τα μάτια μου από την ασχήμια του ξεφτισμένου σοβά, των σκονισμένων πάντων, των σκουπιδιών που έχουν διαβεί την πόρτα του σπιτιού μου και με υποδέχονται σα νοικοκυραίοι.

Σ’ Αυτό το σπίτι δεν ταιριάζει η ασχήμια, έχει θέσει εαυτόν πέρα από τη νοσηρή της έλξη, είναι το Ιερό μου. Σχεδόν μυρίζω το λιβάνι καθώς κλείνω την εξώπορτα. Δεν πρόλαβα όμως να κλείσω την Κερκόπορτα. Οι αναμνήσεις εισβάλουν καλπάζοντας, καταλαμβάνοντας το ζωτικό μου χώρο.

Παιδί, έφηβη, γυναίκα: πάντα δίπλα σε Εκείνον. Όταν για πρώτη φορά μια καρδιά άγγιξε τη δική μου, όταν για πρώτη φορά δυο χείλη άγγιξαν τα δικά μου, όταν για πρώτη φορά μου δόθηκε η Ζωή, Εκείνος ήταν εκεί.

«Σκόνη στα γόνατα, σκόνη στη δαντέλα, σκόνη στα καινούργια σου παπούτσια. Η μαμά σου θα μας σκοτώσει!» η φωνή του, ακούστηκε μέσα στο κεφάλι μου ώριμη, όπως την άκουσα στις τελευταίες ώρες της Ένωσης –και ας ταξίδεψε αυτή η φράση πάνω από τρεις δεκαετίες για να με πικράνει σήμερα.

Προσπαθώ να διώξω τη σκέψη αυτή μακριά και συντροφιά με την άσχημη ανάμνηση πετάω στην άκρη της κρεβατοκάμαρας και τα παπούτσια μου –μόνο για να τρέξω να τα τακτοποιήσω βιαστικά –δεν χρειαζόταν να αφήσω πίσω μου κι άλλη βρωμιά. «Τον τακτοποίησες καλά!», το πικρό και συχνό σχόλιο της σκύλας, με την οποία μοιράστηκα για τόσα χρόνια το κελί, μου διαπέρασε το μυαλό.

Ανόητη γυναίκα! Ποτέ δεν κατάλαβε, ούτε επρόκειτο να καταλάβει.

Δεν ξέρω πότε και πως γεννήθηκε αυτή η ιδέα, νομίζω ότι κυοφορούσα μια ζωή. Θυμάμαι όμως την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πόσο ήθελα να γίνουν όλα τα δικά Του δικά μου, να πορεύονται από μένα, προς εμένα, για μένα. Ήθελα να Tον αγαπήσω με όλη την αγάπη, να Tον φιλήσω με όλα τα φιλιά, να χαρεί την κάθε χαρά, να Tου δωρίζω όλα τα δώρα –πώς μπορούσα να μην Τον θανατώσω με το μόνο θάνατο που μπορούσα να Του χαρίσω, με τον πιο δικό μου θάνατο;

Δεν μπορούσε να καταλάβει η ανόητη σκύλα! Να καταλάβει πως καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να Τον έχει «τακτοποιήσει»: μόνο να σκύψει και να Τον προσκυνήσει θα μπορούσε.

Γονάτισα ευλαβικά και έσκυψα κάτω από το κρεβάτι: τα μαλλιά μου σκούπισαν το στρώμα της σκόνης καθώς προσπαθούσα να ανακαλύψω την κούτα με το νυφικό μου, με τον χιτώνα Του που Εκείνος μου χάρισε για να με κάνει δική Του.

Τόσο δική Του…ήξερα καλά πως έβλεπε κάτω από το δέρμα μου –και πέρα από αυτό. Το στήθος μου το γνώριζε σαν μια μάζα από λιπαρό ιστό, τα μάτια μου ήταν γι’ Αυτόν τρύπες σε ένα λευκό κρανίο και οι σκέψεις μου γινόταν σήματα που έστελναν παίζοντας τα εγκεφαλικά μου κύτταρα.

Ήξερε καλά πως ήμουν θνητή: η δική Του θνητή.

Το ήξερε τόσο βαθιά, όσο εγώ γνώριζα τη δική Του θεϊκή φύση. Γι’ αυτό και θέλησα για μια φορά να τον συναντήσω στο δικό Του ύψος, στους ουρανούς.

Με ένα μαχαίρι πήγα να συναντήσω την αγάπη μου, με το αίμα Της έβαψα τα σεντόνια της πρώτης μας Συνεύρεσης, με το σώμα Της έθαψα και το δικό μου ανθρώπινο εαυτό.

Και τώρα πρέπει να πληρώσω γι αυτό Θάλασσά μου. Ήθελα να έρθω να Σε συναντήσω, όμως δεν είμαι ακόμα άξια για την αγκαλιά Σου. Έχω εξαγνιστεί μονάχα ανάμεσα στους ανθρώπους –όμως μόνη μου, με την πράξη μου, βγήκα από την πρόσκαιρο μπουλούκι των μιαρών δίποδων. Και τώρα χρειάζεται να πληρώσω με ένα νόμισμα που οι απόγονοι των πιθήκων δεν δέχονται στα ταμεία τους.

Έχει έρθει πια η ώρα να προσθέσω και την τελευταία λεπτομέρεια, αυτή που θα μου χάριζε πίσω την ομορφιά. Είναι φορές που ένα μικρό στολίδι κάνει τη μεγάλη διαφορά, έτσι δεν είναι;

Όλα λοιπόν για το Στολίδι του λαιμού μου. Η δαντέλα του νυφικού μου χιτώνα υποχωρεί, όμως ποιος νοιάζεται πια; Η ύλη μπορεί και να καταστραφεί ακόμα –τι διαφορά θα κάνει αυτό για τους Ουρανούς;

Ισιώνω προσεκτικά το Στολίδι μου, ήρθε η ώρα να ανέβω στο Βάθρο μου και να περιμένω τη Στέψη μου, να σε περιμένω δική μου Θάλασσα…

Αφηγητής: «Σκόνη στο πάτωμα, σκόνη στο τραπέζι, σκόνη στο καινούργιο κάλυμμα του κρεβατιού.

Δυο πόδια στον αέρα, μια θηλιά στο λαιμό και η μοναδική πνοή στο δωμάτιο είναι αυτή του ανέμου που θροΐζει στις δαντέλες του φθαρμένου ρούχου –η έλξη της Γης -ή μήπως αυτή της Θάλασσας;- έχει ολοκληρώσει το έργο της ψυχής που κατοικούσε στο νεκρό πια σώμα.

Από το παράθυρο φαίνεται ότι τα κύματα έχουν γαληνέψει. Πάει, πέρασε πια η σκοτεινιά.»

Γράφει η Μαρία Ρογδάκη

Advertisement