Connect with us

«Και οι… μπαμπάδες έχουν ψυχή» αποφαίνεται η Δικαιοσύνη, πόσο μάλλον όταν το αναγνωρίζουν και το διαλαλούν οι πιο αλάνθαστοι κριτές, τα ίδια τους τα παιδιά.

Πρωτοποριακή δικαστική απόφαση έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα στον τομέα της επιμέλειας των ανηλίκων, καθώς εμβαθύνοντας στο τι πραγματικά μπορεί να είναι καλύτερο για το συμφέρον τους, με γνώμονα τη στοργή, την αγάπη, τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, κάνει ένα τολμηρό βήμα και, παίρνοντάς τα από τη μητέρα, τα δίνει στον πατέρα τους, παραχωρώντας του οριστικά την επιμέλεια!

Για να φθάσει στο σημείο η Θέμις να ανατρέψει την αρχική δικαστική κρίση (ασφαλιστικών μέτρων), που είχε αναθέσει την επιμέλεια δύο ανήλικων παιδιών (11 και 6 ετών σήμερα) στη μητέρα τους, «ζύγισε» το πραγματικό ενδιαφέρον που έχουν επιδείξει οι δύο χωρισμένοι, πλέον, γονείς γι’ αυτά, «μετρώντας» όμως παράλληλα και την επιθυμία των ίδιων των παιδιών.

Νομολογιακά βήματα

Και στις δύο παραμέτρους η ζυγαριά έγειρε προς την πλευρά του πατέρα τους, που ήταν πάντα πιο κοντά τους από ουσιαστικής πλευράς, τα πηγαινοέφερνε στο σχολείο, φρόντιζε να τα ψυχαγωγεί και να τα διαπαιδαγωγεί με αγάπη που περίσσευε και την οποία του την ανταπέδωσαν και τα δύο με τον πιο άπλετο και ξεκάθαρο τρόπο, αφού, όταν η δικαστής τα κάλεσε να επιλέξουν με ποιον θέλουν να ζήσουν, εκείνα, μολονότι έμεναν σχεδόν έναν χρόνο με τη μητέρα τους (σε εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων), «ψήφισαν δαγκωτό» μπαμπά.

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η γνώμη των παιδιών δεν είναι πάντοτε καθοριστική, αφού εξαρτάται από την ηλικία και την ωριμότητά τους, ενώ η επιθυμία τους μπορεί πολλές φορές να είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη και να μην εξυπηρετεί το πραγματικό συμφέρον τους.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση η εξειδικευμένη σε τέτοιες υποθέσεις πρωτοδίκης, κατόπιν προσωπικής επικοινωνίας με τα παιδιά, διαπίστωσε ότι η αληθινή επιθυμία τους και το πραγματικό συμφέρον τους είναι να βρίσκονται με τον πατέρα τους, και η γνώμη αυτή δεν αποτελεί προϊόν επιρροής του, αφού για μακρό διάστημα ζούσαν με τη μητέρα τους, στη σφαίρα της δικής της επιρροής.

Στην απόφασή της «μέτρησε» καθοριστικά και το γεγονός ότι η μητέρα είχε ως προτεραιότητα την επαγγελματική της ανέλιξη και δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στο ότι τα παιδιά της, που την είχαν ακολουθήσει στο εξωτερικό δύο φορές (μαζί με τον σύζυγο) στην προσπάθειά της να έχει σημαντικότερη θητεία ως γιατρός, επιβαρύνθηκαν ψυχολογικά από τις συνεχείς αλλαγές σχολικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Η πρωτοποριακή δικαστική απόφαση, που έφερε στον πατέρα τις πρώτες μέρες του 2017 το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο, κάνοντας δεκτή την αγωγή που υπέβαλαν οι δικηγόροι του Δ. Βερβεσός, Γ. Λιανουλόπουλος, προχωρά και σε άλλες τομές στον χώρο του οικογενειακού δικαίου, καθώς με γνώμονα το αληθινό συμφέρον των παιδιών και την ανάγκη να μην αλλάξουν συνήθειες και περιβάλλον (λόγω της επιβάρυνσής τους από τις μετακινήσεις), δέχεται ότι πρέπει να γίνει «αλλαγή φρουράς» στο σπίτι, όπου μέχρι τώρα ζούσαν στα νότια προάστια με τη μητέρα τους (ανήκει κατά 50% στον καθένα από τους δύο τ. συζύγους) και ότι συνεπώς εκείνη πρέπει να το εγκαταλείψει, ώστε να εγκατασταθεί μαζί τους ο πατέρας τους.

Κάνοντας άλλα τολμηρά νομολογιακά βήματα, το δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του την υποχρεωτική αλλαγή κατοικίας χωρίς αντάλλαγμα, κρίνει με βάση τις οικονομικές δυνατότητες καθενός ότι η μητέρα πρέπει για δύο χρόνια να συμβάλει στη διατροφή των παιδιών καταβάλλοντας 300 ευρώ μηνιαίως, ενώ τα υπόλοιπα (500 ευρώ) θα βαρύνουν τον πατέρα.

Παράλληλα, ακολουθώντας μια «σολομώντεια λύση» (μολονότι η μητέρα δεν ζήτησε να ρυθμίσει το δικαστήριο τη δυνατότητα επικοινωνίας της με τα παιδιά της, σε περίπτωση που έχανε τη δίκη, προφανώς γιατί δεν φανταζόταν μια τέτοια ανατροπή), το Πρωτοδικείο δέχθηκε από μόνο του ότι το αληθινό συμφέρον των παιδιών απαιτεί να έχουν επαφή και με τη μητέρα τους, την οποία επίσης αγαπούν και τους αγαπά, και εκείνη μπορεί να μένει στη μονοκατοικία της μητέρας της στην ίδια περιοχή και έτσι να βλέπει συχνά τα παιδιά της.

Τα κριτήρια

Στην απόφαση-μπούσουλα για πολλές παρεμφερείς διαφορές, η πρωτοδίκης Αν. Ξηρογιάννη, απαγγέλλοντας τη λύση του γάμου του ζευγαριού, ξεκαθαρίζει ότι η επιμέλεια των παιδιών πρέπει να ανατίθεται με αποκλειστικό οδηγό το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό συμφέρον του παιδιού, χωρίς να επηρεάζει τη λήψη της απόφασης το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κ.λπ. κάθε γονέα.

Ωστόσο, πρέπει να συνεκτιμώνται οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε δεσμοί του παιδιού με τους γονείς (και τα αδέλφια του), οι τυχόν συμφωνίες των γονέων και η γνώμη του, εφόσον το δικαστήριο κρίνει, εν όψει της ηλικίας και της πνευματικής του ανάπτυξης, ότι είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό συμφέρον του.

Στη δικαστική «ζυγαριά» μπαίνουν επίσης οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, μέσα στο πλαίσιο της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του παιδιού, χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης.

Αυτά όλα ισχύουν ανεξάρτητα από το ποιος φταίει για το διαζύγιο, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου για τη διακοπή της συμβίωσης έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας σε βάρος του συμφέροντος του παιδιού.

Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η μικρή ηλικία και το φύλο του παιδιού δεν αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο, για να προσδιοριστεί το συμφέρον του για την ανάθεση της γονικής μέριμνας σε έναν από τους γονείς μετά τη νηπιακή ηλικία του, οπότε παύει η σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας ως καταλληλότερης για τη γονική μέριμνα.

Το πηγαινέλα

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ζευγάρι παντρεύτηκε προ 12ετίας, απέκτησε δύο παιδιά (ένα κορίτσι και ένα αγόρι), αλλά προ 3ετίας ήλθαν τα πρώτα σύννεφα, καθώς η σύζυγος έριξε το βάρος στην επαγγελματική – οικονομική της ανέλιξη, σε βάρος των οικογενειακών αναγκών.

Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού, αναζήτησε εργασία σε αγγλικό νοσοκομείο και λίγο αργότερα ξενιτεύτηκαν μαζί της ο σύζυγος (μισθωτός) και τα παιδιά, που αναγκάστηκαν όμως να επιστρέψουν σχεδόν μισό χρόνο μετά, λόγω δυσκολιών προσαρμογής των ανηλίκων.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε λίγο αργότερα, όταν η σύζυγος πήγε σε νοσοκομείο άλλης αγγλικής πόλης, όπου πάλι την ακολούθησαν, μέχρι που εκείνη γνωστοποίησε, στα μέσα του 2014, ότι θα μετακινηθεί στην Κύπρο όπου βρήκε πιο συμφέρουσα εργασία, αδιαφορώντας για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις και νέες προοπτικές του συζύγου στην Ελλάδα, αλλά και για τις ανάγκες των παιδιών που αντιδρούσαν έντονα στην προοπτική νέας αλλαγής σχολικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Εκείνη έφυγε μόνη στην Κύπρο, όπου δεν κατάφερε να εργαστεί και έτσι επέστρεψε στην Ελλάδα, έχοντας αρχίσει σταδιακά η αποξένωση, αφού είχε θέσει ως σαφή προτεραιότητα την επαγγελματική της ανέλιξη και σε δεύτερη μοίρα τις ανάγκες του συζύγου και των παιδιών της, παίρνοντας μονομερώς τις αποφάσεις για μετοίκηση στο εξωτερικό και αδιαφορώντας για την πολύ μικρή ηλικία τους που απαιτούσε την άμεση φροντίδα και παρουσία της.

Στην πορεία διαπιστώθηκε ακόμα ότι η σύζυγος διατηρούσε παράλληλα και κάποιον δεσμό. Ακολούθησαν εκατέρωθεν αγωγές με αντικρουόμενα επιχειρήματα και τα ασφαλιστικά μέτρα τής έδωσαν αρχικά τα παιδιά και τη συζυγική κατοικία.

Το Πρωτοδικείο, όμως, κατόπιν σχετικής αποδεικτικής διαδικασίας, κατέληξε ότι εκείνη ευθύνεται για τον ισχυρό κλονισμό του γάμου, ότι ο σύζυγός της δεν αισθανόταν μειονεκτικά απέναντί της λόγω της επαγγελματικής της ανέλιξης, ούτε επιδείκνυε γι’ αυτόν τον λόγο ζηλότυπη συμπεριφορά, όπως προσπάθησε να του καταλογίσει.

ΣΗΜΕΙΟ – ΚΛΕΙΔΙ

H επιθυμία της κόρης

Καθοριστικές για την πρωτοποριακή απόφαση στάθηκαν οι προσωπικές επικοινωνίες της πρωτοδίκη με τα παιδιά, που ενώ ήταν συναισθηματικά δεμένα και με τους δύο γονείς, ρητά εκδήλωσαν την έντονη επιθυμία να μείνουν με τον πατέρα τους, γιατί νιώθουν περισσότερη οικειότητα, έχουν μοιραστεί σημαντικά βιώματα και αναμνήσεις στην πάροδο των ετών, αφού εκείνος ουσιαστικά τα μεγάλωνε (με τη βοήθεια της γιαγιάς), τα πηγαινοέφερνε στο σχολείο και σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Μάλιστα η 10χρονη τότε κόρη με ωριμότητα εξέφρασε την έντονη επιθυμία να μείνει με τον πατέρα της και με τον αδελφό της, τον οποίο επίσης δεν ήθελε να αποχωριστεί, διατυπώνοντας ανησυχία μήπως και αλλάξει πάλι σχολικό περιβάλλον, γιατί οι μετακινήσεις στο εξωτερικό την είχαν επιβαρύνει ψυχολογικά.

Το δικαστήριο κατέληξε στο ότι το πραγματικό συμφέρον των παιδιών είναι να μείνουν με τον πατέρα τους, που όχι μόνο διαθέτει τον χρόνο και τη διάθεση να τους προσφέρει την αγάπη και τη στοργή που τους αξίζει, συνοδεύοντάς τα στο σχολείο – νηπιαγωγείο και σε εξωσχολικές δραστηριότητες, αλλά και να φροντίζει, όπως έκανε άλλωστε μέχρι τώρα ανελλιπώς, για τη διατροφή, την υγεία, την ορθή διαπαιδαγώγηση, την ψυχαγωγία τους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους.

Η ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ…

Το δικαστήριο για τη μητέρα δέχθηκε πως, μολονότι τα αγαπά, παραγνωρίζει τις ανάγκες τους, ενδιαφέρεται προεχόντως για την επαγγελματική σταδιοδρομία της και δεν παρέχει ασφαλή εχέγγυα ότι είναι κατάλληλη για την ορθή και συνετή διαπαιδαγώγησή τους. Οπερ μεθερμηνευόμενο, η πολλή δουλειά δεν τρώει μόνο τον αφέντη, αλλά και τη γονική επιμέλεια των παιδιών…

Advertisement