Διονύσης Σαββόπουλος: Όταν έδειξε την «αδύναμη πλευρά» του – Η σπάνια εξομολόγηση για τον καρκίνο
Θλίψη σκόρπισε στο πανελλήνιο η είδηση θανάτου του σπουδαίου μουσικού Διονύση Σαββόπουλο, σε ηλικία 81 ετών, από καρδιακή ανακοπή.
Τον τελευταίο καιρό ο σπουδαίος τραγουδοποιός νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Υγεία. Η είδηση της νοσηλείας του έγινε γνωστή την Παρασκευή όταν και κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι η κατάσταση της υγείας του βελτιώνεται και επρόκειτο να λάβει εξιτήριο το προσεχές διάστημα.
Τα τελευταία χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει.
Όταν μιλούσε για την μάχη του με τον καρκίνο
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Συνθέτης, στιχουργός και πρωτεργάτης της σχολής των Ελλήνων τραγουδοποιών που χαρακτήρισε τη γενιά του και δημιούργησε «σχολή» στο τραγούδι με τον ευρηματικό και ανατρεπτικό του στίχο καθώς και με τους μουσικούς συγκερασμούς του και τις εμπνευσμένες παραγωγές του, ο «Νιόνιος» με την δημιουργική του παρουσία επηρέασε καταλυτικά όλα τα ρεύματα και τις μουσικές τάσεις.
Πίσω από τον σπουδαίο καλλιτέχνη όμως υπήρχε ένας άνθρωπος με αδυναμίες και τρωτά σημεία, όπως ο ίδιος ανέφερε μέσα από την εκ βαθέων προσωπική του εξομολόγηση στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», θέλοντας να υπογραμμίσει πως απέναντι στην ασθένεια είμαστε όλοι ίσοι.
Μέσα από αυτή την εξομολόγηση ο Διονύσης Σαββόπουλος μίλησε πρώτη φορά για την μάχη του με τον καρκίνο.
Ήταν κάπου εκεί στα τέλη Μαρτίου του ‘20, της εποχή της πρώτης καραντίνας λόγω κορωνοϊού, κι αφού είχε μόλις ολοκληρώσει τις επιτυχημένες ζωντανές εμφανίσεις του με τον Μανώλη Μητσιά, στο «Άλσος», που έλαβε τη διάγνωση: «Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία» εξομολογείται ο ίδιος.
Οι καλλιτεχνικές προκλήσεις, ωστόσο και η δύναμη του χαρακτήρα του, φυσικά, που τού υπαγόρευε να συνεχίσει να ζει κανονικά τη ζωή του στη μετά διάγνωση εποχή και να αντιμετωπίζει ένα – ένα τα εμπόδια όταν έρχονται, τον κράτησαν όρθιο και ενεργό. Αντλώντας δύναμη από την αγάπη και τη στήριξη της οικογένειάς του αλλά και από το ασίγαστο πάθος του για δημιουργία αναλάμβανε τη μία αποστολή μετά την άλλη. «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει ο ίδιος, ποιητικά, στο βιβλίο του.
«Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ….Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα…Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. «Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!» διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα.»
Η διήγηση ενός περιστατικού που συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσιμης εκείνης νοσηλείας του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Γιατί αποτυπώνει σε λέξεις, που γεννούν νοερές αλλά πολύ δυνατές εικόνες, τα συναισθήματα ενός ανθρώπου, ανέκαθεν ισχυρού στα μάτια των άλλων, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία του, το φθαρτό της ύπαρξής του. Και αποδεικνύει, περίτρανα, πως, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές ένα ανθρώπινο άγγιγμα, μια καλή κουβέντα από έναν άγνωστο αποτελούν το πιο πολύτιμο δώρο: «Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα. Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται. Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
– Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
– Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
– Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».
